Το μυστήριο του ξένου και της βαλίτσας
Βρισκόμαστε στα χρόνια της Κατοχής και στην Ελλάδα υπήρχε πάρα πολύ φτώχεια. Οι άνθρωποι πεινούσαν, δεν είχαν ρούχα να ντυθούν και ήταν αγχωμένοι από τον πόλεμο.
Εμείς είμαστε μια φτωχική οικογένεια διασκορπισμένη με τον πατέρα να λείπει 100 μέρες. Επιτέλους όμως ήρθε για λίγο κρατώντας στο χέρι του μια βαριά βαλίτσα. Όταν ήρθε, τον ρώτησα πού βρήκε αυτή τη βαλίτσα και μου απάντησε πως είναι ενός Έλληνα στρατηγού πολύ καλού ανθρώπου και δεν πρέπει να την ανοίξουμε. Τότε εγώ ξαφνιάστηκα και ρώτησα τον πατέρα μου πώς είναι αυτός ο άνθρωπος και τι έχει μέσα στη βαλίτσα. Αυτός μου είπε πως εκείνος ο άνθρωπος είναι πολύ καλός και έχει πολύ εμπιστοσύνη σε εμένα και για τη βαλίτσα μου είπε πως δεν πρέπει να την ανοίξουμε γιατί θα 'ρθει να την πάρει.
Εγώ είχα πολύ μεγάλη περιέργεια για το τι θα είχε μέσα η βαλίτσα. Έτσι λοιπόν μια μέρα έφυγαν οι γονείς μου από το σπίτι κι εγώ μαζί με τον αδελφό μου πήγαμε πολύ προσεκτικά και την ανοίξαμε απορημένοι. Τότε είδαμε πως αυτή είχε μέσα αρκετά χρήματα, λίγα ρούχα και λίγα φάρμακα για τα τραύματα που θα πάθαινε. Όμως εμείς δεν πήραμε τίποτα, γιατί ο άνθρωπος που είχε τη βαλίτσα είχε πολύ εμπιστοσύνη στον πατέρα μου και τον λυπόμαστε γιατί στην Ελλάδα υπήρχε φτώχεια και οι άνθρωποι πεινούσαν.
Όταν γύρισαν οι γονείς μας, τους ρωτήσαμε πότε θα έρθει να πάρει τη βαλίτσα. Τότε αυτοί μας απάντησαν ότι πολύ σύντομα. Πέρασαν λοιπόν δύο μέρες κι αυτός ήρθε να την πάρει. Τότε εμείς του τη δώσαμε έτσι όπως ήταν ακριβώς! Ύστερα μας ευχαρίστησε και έφυγε πολύ βιαστικά.
Ακόμα και σήμερα μου έρχεται στο μυαλό αυτή η όμορφη ιστορία και δεν θα την ξεχάσω ποτέ.
Στάθης Παπουτσής

Βρισκόμαστε στα χρόνια της Κατοχής με τους Γερμανούς την 28η Οκτωβρίου του 1940 που ήρθαν στην Ελλάδα. Εγώ με την αδερφή μου και την οικογένειά μου ήμασταν μέσα στο σπίτι. Τότε ήρθε ο πατέρας, γύρισε από το μαγαζί με μια βαλίτσα στο χέρι και εμείς ήμασταν στο δωμάτιο και παίζαμε. Ρωτάει η μαμά τον μπαμπά: Τι έχεις σ' αυτή τη βαλίτσα; Αλλά ο μπαμπάς δεν της εξήγησε.
Εμείς μέσα στο σπίτι ήμασταν η μάνα μου, η αδερφή μου κι εγώ και μετά ήρθε και ο πατέρας. Ο ξένος ήταν ψηλός, αδύνατος, είχε καστανά μαλλιά, γαλανά μάτια και φορούσε μια καπαρντίνα.
Η ιστορία της βαλίτσας ξεκίνησε όταν την έφερε από το μαγαζί που ήταν με τους φίλους του. Ίσως να του την έδωσαν οι φίλοι του ή μπορεί να την άφησαν κάποιοι περαστικοί του χωριού.
Το μυστήριο της βαλίτσας είναι γιατί την έκρυψε ο μπαμπάς και τι είχε μέσα. Εγώ με την αδερφή μου ήμαστε περίεργοι να δούμε τι έχει μέσα και αφού δεν μπορούμε να δούμε, φανταζόμαστε τι μπορεί να έχει μέσα. Η βαλίτσα μέσα μπορεί να είχε έγγραφα ή μπαρούτι.
Κώστας Θ. Γιαννακούλιας

Δειλινό
Είναι του φθινόπωρου
Όμορφο δειλινό.
Επήρα για το σπίτι
Το δρόμο απ' το σχολείο.
Στον ουρανό στη δύση
Χρώματα μαγικά.
Τα σύννεφα φλογάτα
Σα να πιάσαν φωτιά.
Μες στων σπιτιών τους κήπους
Χρυσάνθεμα αγκαλιές
Στο δρόμο από γαζίες
Γλυκές μοσκοβολιές.
Από το παραθύρι
Η μάνα μου κοιτά
Της στέλνω εγώ φιλάκι
Κι αυτή χαμογελά.
Βασιλική Φαρμάκη Τάξη Β΄

Ο χειμώνας
Ο χειμώνας ήρθε πάλι
Κι όλοι γύρω στο μαγκάλι
Έχουν μαζευτεί.
Ρίχτε κάστανα στη θράκα,
Παραμύθι η γιαγιάκα
Θα' ρθει να μας πει.
Έξω πέφτει το χαλάζι
Και τη θύρα μας τραντάξει
Τώρα ο βοριάς.
Μες στην κρύα ανατριχίλα
Σκορπιστήκανε τα φύλλα
Της κληματαριάς.
Μες στην άγρια τούτη μπόρα
Τρομαγμένα όλα τώρα
Πάνε τα πουλιά.
Λίγη ζέστη για να βρούμε,
Τσίου τσίου θα κρυφτούμε
Μέσα στη φωλιά.
Βασιλική Φαρμάκη Τάξη Β΄6

"Η σοφή κότα"
Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε σε ένα χωριό ένα κοριτσάκι που το έλεγαν Κίκα.
Η Κίκα στο κοτέτσι της είχε μόνο μια γριά κότα που έκανε ένα αβγό την ημέρα. Όμως ήθελε να έχει δύο κότες.
Έτσι την άλλη μέρα πήγε στο παζάρι για να αγοράσει την δεύτερη κότα.
Όταν έφτασε εκεί που πουλούσαν κότες, η Κίκα αγόρασε μια κότα.
Ο έμπορος την διαβεβαίωσε ότι η κότα που πήρε γεννούσε ένα αβγό την ημέρα, άρα ήταν ακριβώς αυτή που ήθελε.
Ύστερα πλήρωσε με τα λεφτά της την κότα και την έβαλε σε ένα καλάθι που είχε φέρει μαζί της για τον σκοπό αυτό.
Σ' όλο το δρόμο του γυρισμού η Κίκα καλόπιανε συνέχεια την κοτούλα.
Όταν φτάσανε στο σπίτι, η Κίκα έδωσε άφθονη τροφή στην κότα και την έβαλε στο κοτέτσι.
Αντιθέτως η Κίκα δεν έδωσε καμιά σημασία στη γριά κότα κι έτσι η καημένη η γριά κότα έμεινε όλο το βράδυ μέσα στο κρύο.
Την άλλη μέρα όταν η Κίκα πήγε να πάρει το αβγό απ' την καινούργια κότα, εκείνη πετάχτηκε έξω απ' το κοτέτσι και έφυγε γρήγορα απ' το σπίτι.

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ