Βρισκόμαστε στα χρόνια της Κατοχής με τους Γερμανούς
την 28η Οκτωβρίου του 1940 που ήρθαν στην Ελλάδα. Εγώ με την αδερφή μου και
την οικογένειά μου ήμασταν μέσα στο σπίτι. Τότε ήρθε ο πατέρας, γύρισε από
το μαγαζί με μια βαλίτσα στο χέρι και εμείς ήμασταν στο δωμάτιο και παίζαμε.
Ρωτάει η μαμά τον μπαμπά: Τι έχεις σ' αυτή τη βαλίτσα; Αλλά ο μπαμπάς δεν
της εξήγησε.
Εμείς μέσα στο σπίτι ήμασταν η μάνα μου, η αδερφή μου κι εγώ και μετά ήρθε
και ο πατέρας. Ο ξένος ήταν ψηλός, αδύνατος, είχε καστανά μαλλιά, γαλανά μάτια
και φορούσε μια καπαρντίνα.
Η ιστορία της βαλίτσας ξεκίνησε όταν την έφερε από το μαγαζί που ήταν με τους
φίλους του. Ίσως να του την έδωσαν οι φίλοι του ή μπορεί να την άφησαν κάποιοι
περαστικοί του χωριού.
Το μυστήριο της βαλίτσας είναι γιατί την έκρυψε ο μπαμπάς και τι είχε μέσα.
Εγώ με την αδερφή μου ήμαστε περίεργοι να δούμε τι έχει μέσα και αφού δεν
μπορούμε να δούμε, φανταζόμαστε τι μπορεί να έχει μέσα. Η βαλίτσα μέσα μπορεί
να είχε έγγραφα ή μπαρούτι.
Κώστας Θ. Γιαννακούλιας
Ο χειμώνας
Ο χειμώνας ήρθε πάλι
Κι όλοι γύρω στο μαγκάλι
Έχουν μαζευτεί.
Ρίχτε κάστανα στη θράκα,
Παραμύθι η γιαγιάκα
Θα' ρθει να μας πει.
Έξω πέφτει το χαλάζι
Και τη θύρα μας τραντάξει
Τώρα ο βοριάς.
Μες στην κρύα ανατριχίλα
Σκορπιστήκανε τα φύλλα
Της κληματαριάς.
Μες στην άγρια τούτη μπόρα
Τρομαγμένα όλα τώρα
Πάνε τα πουλιά.
Λίγη ζέστη για να βρούμε,
Τσίου τσίου θα κρυφτούμε
Μέσα στη φωλιά.
Βασιλική Φαρμάκη Τάξη Β΄6
"Η σοφή κότα"
Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε σε ένα χωριό ένα κοριτσάκι που το έλεγαν Κίκα.
Η Κίκα στο κοτέτσι της είχε μόνο μια γριά κότα που έκανε ένα αβγό την ημέρα.
Όμως ήθελε να έχει δύο κότες.
Έτσι την άλλη μέρα πήγε στο παζάρι για να αγοράσει την δεύτερη κότα.
Όταν έφτασε εκεί που πουλούσαν κότες, η Κίκα αγόρασε μια κότα.
Ο έμπορος την διαβεβαίωσε ότι η κότα που πήρε γεννούσε ένα αβγό την ημέρα, άρα
ήταν ακριβώς αυτή που ήθελε.
Ύστερα πλήρωσε με τα λεφτά της την κότα και την έβαλε σε ένα καλάθι που είχε
φέρει μαζί της για τον σκοπό αυτό.
Σ' όλο το δρόμο του γυρισμού η Κίκα καλόπιανε συνέχεια την κοτούλα.
Όταν φτάσανε στο σπίτι, η Κίκα έδωσε άφθονη τροφή στην κότα και την έβαλε στο
κοτέτσι.
Αντιθέτως η Κίκα δεν έδωσε καμιά σημασία στη γριά κότα κι έτσι η καημένη η γριά
κότα έμεινε όλο το βράδυ μέσα στο κρύο.
Την άλλη μέρα όταν η Κίκα πήγε να πάρει το αβγό απ' την καινούργια κότα, εκείνη
πετάχτηκε έξω απ' το κοτέτσι και έφυγε γρήγορα απ' το σπίτι.